- ιπποτικότητα
- ηο ιπποτισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιπποτικότητα — η [ιππότης] η ιδιότητα τού ιππότη, ο ιπποτισμός … Dictionary of Greek